Πολυνομοσχέδιο σκούπα με το οποίο ρυθμίζονται μία σειρά θέματα που συμπληρώνουν τον εφαρμοστικό νόμο που ψηφίστηκε πρόσφατα κατέθεσε την Πέμπτη το βράδυ στη Βουλή ο υπουργός Οικονομικών κ. Ευ. Βενιζέλος. Mε το ίδιο νομοσχέδιο γίνονται 10 διορθωτικές παρεμβάσεις στο συνταξιοδοτικό καθεστώς των δημοσιών υπαλλήλων.

Το νομοσχέδιο περιλαμβάνει ρυθμίσεις για την προώθηση των τουριστικών επενδύσεων, τροποποιήσεις της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας του Δημοσίου, ρυθμίσεις φορολογικών και τελωνειακών θεμάτων με αναβίωση της πρόσφατης περαίωσης και σε όσους δεν είχαν υπαχθεί ή δεν μπορούσαν να ενταχθούν λόγω του ότι είχαν ακίνητη περιουσία άνω των 400.000 ευρώ, καταβολή ΦΠΑ για σκάφη αναψυχής που χρησιμοποιούνται ως επαγγελματικά, μείωση των ενοικίων που καταβάλει το Δημόσιο σε ιδρύματα και ιδιώτες κατά 20% κτλ. Παράλληλα, με το εν λόγω πολυνομοσχέδιο ρυθμίζεται η αγορά τυχερών παιχνιδιών, οι όροι συμμετοχής των παικτών καθώς και η προστασία τους με την καθιέρωση ατομικής κάρτας παίκτη. Στη νέα περαίωση μπορούν να ενταχθούν όλοι όσοι εξαιρέθηκαν από την πρόσφατη ρύθμιση περαίωσης όπως για παράδειγμα εκείνοι που είχαν ακίνητη περιουσία άνω των 400.000 ευρώ, όσοι είχαν ενταχθεί στην περαίωση αλλά για κάποιο λόγω δεν πλήρωσαν όλες τις δόσεις και έτσι έμειναν ορισμένα έτη ανέλεγκτα καθώς και εκείνοι που δεν δέχθηκαν να κλείσουν τις ανέλεγκτες χρήσεις 2001 - 2009 με αυτόματη διαδικασία. Στη νέα περαίωση θα ενταχθούν όλοι όσοι έχουν ετήσια ακαθάριστα έσοδα έως 40 εκατ. ευρώ. Η επίλυση των φορολογικών διαφορών (κλείσιμο ανέλεγκτων χρήσεων) ενεργείται πριν από την έναρξη του φορολογικού ελέγχου με την αποδοχή από τον υπόχρεο του Εκκαθαριστικού Σημειώματος εντός προθεσμίας 5 ημερών από την κοινοποίησή του. Το ίδιο εκκαθαριστικό σημείωμα μπορεί να υποβάλει και μόνος του ο φορολογούμενος μέχρι 31 Οκτωβρίου 2011. Με απόφαση του υπουργού Οικονομικών που πρόκειται να εκδοθεί μπορεί να ρυθμιστεί κάθε θέμα που αφορά τη διαδικασία και τον τρόπο εφαρμογής των νέων διατάξεων. Με άλλη διάταξη προβλέπεται ότι «με απόφαση του υπουργού Οικονομικών μπορεί, προκειμένου να εντοπιστούν περιουσιακά στοιχεία των υπόχρεων ή συνυπόχρεων προσώπων και να διασφαλιστεί η είσπραξη των δημοσίων εσόδων, να ανατίθεται η έρευνα σε ελεγκτικές εταιρείες ή δικηγορικά γραφεία ή κοινοπραξίες αυτών. Με απόφαση του υπουργού Οικονομικών καθορίζεται η διαδικασία της ανάθεσης, ο τρόπος της αμοιβής, που μπορεί να συνδέεται με το τελικό αποτέλεσμα της έρευνας ή της είσπραξης, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του προηγούμενου εδαφίου».

Όσον αφορά το συνταξιοδοτικό με τις προωθούμενες διατάξεις, καταργούνται ανενεργές από πολλού χρόνου διατάξεις των συνταξιοδοτικών κωδίκων του Δημοσίου και τροποποιούνται επιμέρους διατάξεις των κωδίκων αυτών, ώστε να καταστούν περισσότερο λειτουργικές. Περαιτέρω τροποποιούνται διατάξεις του ν. 3865/2010(ασφαλιστικό δημοσίου), προκειμένου να αντιμετωπιστούν ζητήματα που προέκυψαν κατά την πρακτική εφαρμογή τους, ρυθμίζεται το ασφαλιστικό - συνταξιοδοτικό καθεστώς των μετατασσομένων από τον ευρύτερο δημόσιο τομέα σε φορείς που διέπονται από άλλο ασφαλιστικό - συνταξιοδοτικό καθεστώς, αντιμετωπίζονται ασφαλιστικά - συνταξιοδοτικά θέματα εργαζομένων Ν.Π.Δ.Δ. και αναδιαρθρώνεται η Γενική Διεύθυνση Συντάξεων του Γ.Λ.Κ, έτσι ώστε να επιτευχθεί αποτελεσματικότερη εξυπηρέτηση των πολιτών και να μειωθεί ο χρόνος εξέτασης υποθέσεων αρμοδιότητάς της καθώς και το λειτουργικό και διοικητικό της κόστος.

Ειδικότερα:

1. Επαναδιατυπώνονται οι διατάξεις (ν. 3865/2010), ώστε να αποσαφηνισθεί πλήρως ότι: α) όσοι υπάλληλοι έχουν θεμελιώσει δικαίωμα σύνταξης μέχρι την 31-12-2010 δεν υπάγονται στις διατάξεις αυτές και β) ο αναγνωριζόμενος με βάση τις διατάξεις αυτές χρόνος παιδιών, για όσους θεμελιώνουν, με συνυπολογισμό του χρόνου αυτού, δικαίωμα σύνταξης μέχρι την 31-12-2010, λαμβάνεται υπόψη μόνο για τη θεμελίωση δικαιώματος σύνταξης και όχι και για την προσαύξηση αυτής. Οι διατάξεις αυτές κρίθηκαν επιβεβλημένες γιατί και στις δύο προαναφερόμενες περιπτώσεις δεν διαψεύδονται οι συνταξιοδοτικές προσδοκίες των ανωτέρω υπαλλήλων, αλλά αντιθέτως εξακολουθούν να υπάγονται στις ευεργετικές διατάξεις που ίσχυαν πριν την ισχύ του ν. 3865/2010.

2. Τροποποιούνται οι διατάξεις του άρθρου 4 του ν. 3232/2004 και καθίστανται ως επί το πλείστον ευνοϊκότεροι οι όροι χορήγησης εκ μεταβιβάσεως σύνταξης στους διαζευγμένους μετά το θάνατο των πρώην συζύγων τους, από τους φορείς κύριας ασφάλισης και το Δημόσιο.

Συγκεκριμένα:

1. Οι διαζευγμένοι θα μπορούν να λάβουν πλην της κύριας και επικουρική σύνταξη λόγω θανάτου των πρώην συζύγων τους

2. Δεν απαιτείται πλέον 15ετής διάρκεια του έγγαμου βίου αλλά 10ετής, μέχρι τη λύση του γάμου με αμετάκλητη δικαστική απόφαση

3. Αυξάνεται το προβλεπόμενο όριο εισοδήματος που δεν πρέπει να υπερβαίνει ο διαζευγμένος, προκειμένου να δικαιωθεί σύνταξης λόγω θανάτου του πρώην συζύγου. Ειδικότερα, το εισόδημα του διαζευγμένου δεν θα πρέπει να υπερβαίνει το διπλάσιο του ποσού των ετήσιων συντάξεων που καταβάλλονται από τον Ο.Γ.Α. στους ανασφάλιστους υπερήλικες

4. Διαφοροποιείται το ποσοστό της σύνταξης που λαμβάνει ο διαζευγμένος, ανάλογα με τη διάρκεια του έγγαμου βίου. Με τις ισχύουσες διατάξεις, ο επιζών σύζυγος δικαιούται το 70% της εκ μεταβιβάσεως σύνταξης λόγο θανάτου και ο διαζευγμένος το 30% αυτής. Σε περίπτωση που ο έγγαμος βίος είχε διαρκέσει 25 έτη και άνω, το δικαιούμενα ποσοστά καθορίζονται σε 60% και 40% αντίστοιχα. Με την προτεινόμενη ρύθμιση, τα δικαιούμενα ποσοστά σύνταξης κλιμακώνονται ανάλογα με τη διάρκεια του έγγαμου βίου. Εφόσον ο γάμος έχει διαρκέσει 10 έτη, ο επιζών σύζυγος λαμβάνει το 75% της σύνταξης θανάτου και ο διαζευγμένος το 25% αυτής. Για κάθε επιπλέον έτος έγγαμου βίου το ποσοστό σύνταξης που δικαιούται ο επιζών σύζυγος, μειώνεται κατά 1%, ενώ αυξάνεται αντίστοιχα το ποσοστό που δικαιούται ο διαζευγμένος. Έτσι, εάν για παράδειγμα, ο έγγαμος βίος έχει διαρκέσει 28 έτη, ο επιζών σύζυγος δικαιούται το 57% της σύνταξης θανάτου και ο διαζευγμένος το 43% αυτής. Σε περίπτωση που ο έγγαμος βίος έχει διαρκέσει πέραν των 35 ετών, το δικαιούμενο ποσοστό επιμερίζεται κατά 50% στον επιζώντα σύζυγο και 50% στον διαζευγμένο. Τα ανωτέρω ποσοστά, όπως προσδιορίζονται σε κάθε περίπτωση, δικαιούται ο διαζευγμένος και σε περίπτωση που δεν υπάρχει επιζών σύζυγος Ορίζεται ότι οι ανωτέρω διατάξεις εφαρμόζονται μόνο στις περιπτώσεις που ο θάνατος επέλθει μετά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, προκειμένου να προστατευτεί η νομική βεβαιότητα των προσώπων στα οποία ήδη συγκαταβάλλεται κατά τα ανωτέρω σύνταξη, ή υπάρχει το σχετικό δικαίωμα αλλά ακόμα δεν έχει ασκηθεί.

5. Προβλέπεται ότι η προϋπηρεσία του υπαλλήλου που έχει αποτελέσει προσόν διορισμού και για την οποία έχουν καταβληθεί ασφαλιστικές εισφορές σε άλλο ασφαλιστικό οργανισμό κύριας ασφάλισης, εφαρμόζονται οι διατάξεις του ν. 1405/1983 (διαδοχική ασφάλιση), πρακτική άλλωστε που ακολουθείται από τις αρμόδιες Διευθύνσεις συντάξεων από την 1-1-1993 (ημερομηνία έναρξης ισχύος του ν. 2084/1992).

6. Επιχειρείται ο επαναπροσδιορισμός του συνολικού ποσού της σύνταξης που κανονίζεται με βάση τις διατάξεις του ν. 3029/2002. Ο επαναπροσδιορισμός αυτός θα γίνεται κατά τέτοιο τρόπο, ούτως ώστε να κατατείνει στο ίδιο αποτέλεσμα (δηλ. στο ίδιο συνολικό ποσό σύνταξης) με βάση όμως συνταξιοδοτικά «γνωρίσματα» (Μισθολογικό Κλιμάκιο και χιλιοστά) δημοσίου υπαλλήλου ή λειτουργού ο οποίος έχει συνταξιοδοτηθεί με βάση την ισχύουσα μέχρι 31.12.2007 (πριν την ισχύ του ν. 3029/2002) συνταξιοδοτική νομοθεσία. Έτσι ο συνταξιούχος αυτός στο εξής θα αναγνωρίζεται ως συνταξιούχος του Δημοσίου με Μ.Κ. και χιλιοστά που προκύπτουν από το άθροισμα των δύο διαφορετικά υπολογιζόμενων χρόνων ασφάλισης (προ και μετά την 31-12-2007) και κάθε φορά που θα αυξάνεται ή θα αναπροσαρμόζεται η σύνταξη δημοσίου υπαλλήλου με τα ίδια «χαρακτηριστικά», θα αυξάνεται ή θα αναπροσαρμόζεται κατά ενιαίο τρόπο και η σύνταξη που έχει κανονισθεί με βάση τις διατάξεις του ν. 3029/2002. Η λύση αυτή προκρίθηκε δεδομένου ότι υπάρχει προηγούμενο εφαρμογής παρεμφερών με τις ανωτέρω διατάξεων, που αφορούν την κοινή διαδοχική ασφάλιση (παρ. 10, άρθρο 5 του ν. 2703/99) και επομένως έχει ενσωματωθεί στην πρακτική της Υπηρεσίας Συντάξεων και της Γενικής Γραμματείας Πληροφορικών Συστημάτων.

7. Επαναδιατυπώνονται οι διατάξεις περί ανωτάτου ορίου σύνταξης ώστε να απλουστευθούν και να είναι δυνατή η ευχερής εφαρμογή τους. Έτσι:

8. Ορίζεται ότι για τους συνταξιούχους του Δημοσίου που λαμβάνουν και άλλη σύνταξη από το Δημόσιο ή από οποιονδήποτε ασφαλιστικό φορέα κύριας ή επικουρικής ασφάλισης, το ακαθάριστο ποσό της σύνταξής τους ή το άθροισμα των ακαθάριστων ποσών συντάξεων δεν μπορεί να υπερβαίνει το ακαθάριστο ποσό των μηνιαίων αποδοχών του Προέδρου του Αρείου Πάγου με 35 χρόνια υπηρεσίας, όπως αυτές ίσχυαν μέχρι την ημερομηνία δημοσίευσης του ν. 3670/2008, ειδικά δε για τους δικαστικούς λειτουργούς όπως οι αποδοχές αυτές ισχύουν σήμερα.

9. Αυστηροποιούνται οι διατάξεις, που προβλέπουν ότι τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης δεν ισχύουν όταν ο υπάλληλος έχοντας θεμελιώσει δικαίωμα σύνταξης, αποχωρεί από την υπηρεσία πριν από την ηλικία συνταξιοδότησης και καθίσταται εν τω μεταξύ ανίκανος κατά ποσοστό τουλάχιστον 67%. Με τις προτεινόμενες διατάξεις, στις ανωτέρω περιπτώσεις, απαραίτητη προϋπόθεση, προκειμένου να καταβληθεί άμεσα η σύνταξη, πέραν του ποσοστού ανικανότητας που προϋπήρχε προστίθεται και η προϋπόθεση της ανικανότητας για την άσκηση κάθε βιοποριστικού επαγγέλματος

10. Επειδή έχει παρατηρηθεί σε ευρεία κλίμακα το φαινόμενο της ανάκλησης πράξεων αναγνώρισης συντάξιμου χρόνου μετά από νέα αίτηση του ενδιαφερομένου ή υποβολή άλλης αίτησης για την εκ νέου αναγνώριση περιορισμένου χρόνου ως συντάξιμου κ.ο.κ., τίθενται περιορισμοί στην ανάκληση των πράξεων αναγνώρισης συντάξιμου χρόνου, προκειμένου να αποφευχθεί η άσκοπη επιβάρυνση των αρμοδίων διευθύνσεων της υπηρεσίας συντάξεων και να περιοριστεί το σχετικό διοικητικό κόστος. Ειδικά οι πράξεις που έχουνε εκδοθεί με βάση τις διατάξεις του ν. 1405/1984 μπορεί να ανακληθούν εφόσον ο χρόνος που έχει αναγνωρισθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού μπορεί να χρησιμεύσει για τη θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος από το Δημόσιο ή από άλλον ασφαλιστικό φορέα. Αυτονόητο είναι, ότι οι ανωτέρω περιορισμοί δεν εφαρμόζονται σε περιπτώσεις που οι αναγνωριστικές πράξεις έχουν εκδοθεί μη σύννομα ή υπάρχουν σε αυτές λάθη (υπολογιστικά, ονοματεπώνυμο κλπ).

11. Ορίζεται ότι το ποσό το οποίο πρέπει να επιστραφεί, προκειμένου να αναγνωριστεί συντάξιμος ο χρόνος απασχόλησης εκτός του Δημοσίου, όσων υπαλλήλων έχουν διορισθεί μέχρι 31-12-1982, παρακρατείται από τις αποδοχές τους ή τη σύνταξή τους, κατά περίπτωση, σε μηνιαίες δόσεις. Εφόσον η αναγνώριση διενεργηθεί μετά τη συνταξιοδότηση του υπαλλήλου το ποσό της κάθε δόσης δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερο από τα Ύ της αύξησης της σύνταξης που προκύπτει μετά την εφαρμογή των προαναφερόμενων διατάξεων του ν. 1405/1983. Επειδή οι διατάξεις αυτές δημιουργούν υπολογιστικά και λειτουργικά προβλήματα με διοικητικό κόστος για την Υπηρεσία Συντάξεων, κρίθηκε σκόπιμη η τροποποίησή τους και έτσι με τις προτεινόμενες διατάξεις ορίζεται ότι το παρακρατούμενο από την σύνταξη σύμφωνα με τα ανωτέρω μηνιαίο ποσό, δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερο από τα Ύ της μηνιαίας δόσης που παρακρατείται για τον ίδιο λόγο από τις αποδοχές του εν ενεργεία υπαλλήλου. Σημειώνεται ότι με τις προτεινόμενες διατάξεις επιμηκύνεται κατά τι, επ' ωφελεία του συνταξιούχου, ο αριθμός των καταβαλλόμενων δόσεων.

12. Παρέχεται το δικαίωμα σε όσους έχουν ασφαλισθεί για πρώτη φορά από 1.1.1993 και μετά και θεμελιώνουν δικαίωμα σύνταξης από 1.1.2013 και μετά, να λαμβάνουν σύνταξη με τη συμπλήρωση του 60ού έτους της ηλικίας τους υπό την προϋπόθεση ότι έχουν συμπληρώσει 40 ετών πλήρους πραγματικής συντάξιμης υπηρεσίας. Οι διατάξεις αυτές κρίνονται επιβεβλημένες, προκειμένου να εξισωθούν ως προς το δικαίωμα σύνταξης με τους υπαλλήλους-λειτουργούς του Δημοσίου που έχουν ασφαλισθεί μέχρι 31.12.1992

Πίνακας περιεχομένων και η αιτιολογική έκθεση του σχεδίου νόμου "ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΚΑΙ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗ -  ΘΕΜΑΤΑ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑΣ ΥΠΟΥΡΓΕΙΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ, ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ" που κατατέθηκε μόλις στη Βουλή.